- πέκος
- πέκοςneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πέκος — και αιολ. τ. πέκκος και πεῑκος, τὸ, Α 1. ο πόκος*, το ποκάρι, το σύνολο τού ακατέργαστου μαλλιού από κουρεμένο πρόβατο 2. (κατά το λεξ. Σούδα) «δέρμα, κώδιον». [ΕΤΥΜΟΛ. < πέκω / πείκω. Ο τ. πέκος είναι μτγν. από τον τ. πόκος και σχηματίστηκε… … Dictionary of Greek
pek̂-2 — pek̂ 2 English meaning: to fleece; cattle Deutsche Übersetzung: “Wolle or Haare rupfen, zausen” Material: O.Ind. pásu , pasu n., gen. pasváḥ; pasu m. “Vieh”; Av. pasu m. “Vieh” (mostly still ‘small cattle”), in compound fsū̆ ,… … Proto-Indo-European etymological dictionary
Νιου Μέξικο — (New Mexico). Πολιτεία (314.925 τ. χλμ., 1.829.146 κάτ. το 2001) των ορεινών (Mountain) ΗΠΑ. Συνορεύει με το Μεξικό στα ΝΔ και με τις ομόσπονδες Πολιτείες του Τέξας στα ΝΑ και Α, της Οκλαχόμα στα ΒΑ, του Κολοράντο στα Β και της Αριζόνας προς Δ·… … Dictionary of Greek
пес — I I, род. п. пса, укр. пес, блр. пес, др. русск., ст. слав. пьсъ κύων (Остром., Супр.), болг. пъс, пес (Младенов 419), сербохорв. па̏с, пса̏, словен. рǝ̀s, psà, чеш., слвц. реs, польск. рiеs, рsа, в. луж. роs, н. луж. рjаs. Интерес представляет… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
посконь — ж. мужская конопля (уже в Домостр. К. 53), укр. поскiнь, род. п. поскони, плоскiнь, блр. посконня ж., словен. ploskovnica, чеш. роskоnеk, poskonny, польск. рɫоskоn, др. польск. рɫоskоnеk (Рей). Праслав. *роskоnь в отдельных диал. превращалась в… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
Majdanpek — Мајданпек Majdanpek … Deutsch Wikipedia
Pek — Der Pek (kyrillische Schriftsetzung Пек) ist ein Fluss im Nordosten von Serbien. Geographie Der Pek entspringt im Bezirk Bor bei der Stadt Majdanpek und fließt weiter in den Bezirk Braničevo. Sein Lauf liegt östlich der Mlava. Bei Veliko Gradište … Deutsch Wikipedia
λήνος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 60 μ., 408 κάτ.) στη πρώην επαρχία Κομοτηνής του νομού Ροδόπης. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 14 χλμ. Δ της Κομοτηνής. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σώστου. * * * λῆνος, τὸ (Α) 1. έριο, μαλλί 2. δίχτυ. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ … Dictionary of Greek
πέσκος — τὸ, Α 1. φλοιός 2. δέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος άγνωστης ετυμολ. Κατά μία άποψη, ο τ. έχει σχηματιστεί με αναγραμματισμό τών συμφώνων από το ρ. σκέπω. Κατ άλλη, νεώτερη άποψη, ο τ. έχει σχηματιστεί από τη λ. πέκος «δέρμα, περίβλημα» με επίδραση… … Dictionary of Greek
πείκος — τὸ, Α βλ. πέκος … Dictionary of Greek